Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Η Ποιητική ανάπλαση του «Είναι»

«Ό τι αγαπάς μοιράσου το.

Ό τι εμπνέεσαι επίσης.

Ό τι κρατάς εντός δεν έχει αξία.»  ("Εγκαίρως",  Δημήτρης Βίκτωρ)...

Όσο κι αν κυριαρχεί το «έχειν» και το «φαίνεσθαι» της μαζικής κουλτούρας, η όμορφη και παράξενη πατρίδα μας δε θα πάψει ποτέ να σου χαμογελάει  «με του έρωτα τις γλυπτικές»  και με την ασίγαστη επιμονή της «στο φως να βγει, να περπατήσει της ζωής άλλο ρυθμό». Και δε θα πάψει ποτέ να σε ταξιδεύει στο «Είναι», παρέα μ’ εκείνους τους περίεργους τύπους που έχουν «κάτω απ’ τα βλέφαρά τους τις θάλασσες του κόσμου» αναζητώντας την Ιθάκη τους και την εκλεκτή συγκίνηση που αγγίζει το πνεύμα και το σώμα τους.
Αυτό το ταξίδι έχει αρχίσει απ’ αιώνες σ’ αυτό το μικρό από πέτρα και φως τόπο, και συνεχίζεται αδιάλειπτα και πρωτόφαντα κάθε φορά  με διαφορετικούς ανθρώπους, που, ωστόσο, τους συνδέει το μυστικό νήμα μιας θεικής έφεσης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την ποιητική πρόταση του Δημήτρη Βίκτωρ, ο οποίος με τη  συλλογή του «Είναι»,  άδραξε το Χρόνο, τη Συνείδηση και την ονειρική πλευρά της πραγματικότητας. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή  αντικομφορμιστική, διεισδυτική και «προκλητική».
Η συλλογή ποιημάτων «Είναι» του Δημήτρη Βίκτωρ, είναι μια έκπληξη. Η ευχάριστη αυτή έκπληξη αρχίζει με το βιογραφικό του.  Ο Δημήτρης Βίκτωρ δε σπούδασε σε κανένα πανεπιστήμιο, δε διδάχθηκε δηλαδή και δε μυήθηκε στο οριστικό διαζύγιο νου και ψυχής- και βέβαια το λέω με πίκρα. Σπούδασε μόνος του φωτογραφία, φωτογραφία κινηματογράφου, σκηνοθεσία, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, διακόσμηση, γλυπτική. Μελετά αστροφυσική, φιλοσοφία, ιστορία ηθών και εθίμων, ιστορία τέχνης, ιστορία των θρησκειών, Ρωμαικής αυτοκρατορίας, αρχαίας Αιγύπτου, μηχανολογία κινητήρων, σχεδιασμό προφίλ μηχανικών εφαρμογών.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, λοιπόν, πως η ποιητική οπτική του Δημήτρη Βίκτωρ είναι μια εντελώς προσωπική κατάκτηση. Η δημιουργία,  δε του χαρίστηκε. Την προσέγγισε και την προσεγγίζει με προσωπικό κόπο και πόνο, «με άλγη βλεμμάτων, θύμησες, στερήσεις αισθημάτων».  Σ’ αυτή την αναζήτηση δε  φοβάται την ταχύτητα και το σκοτάδι, κι αναζητάει το φως με την επικινδυνότητα αλλά και τη γοητεία του πλάνητα: «…ταπεινό άφησε το ύστατο χρέος της ζωής, σαν θύμηση/ του αβδηριτισμού και της αγνωμοσύνης. Έτσι νιώθει.» Οι γνώσεις και  οι προβληματισμοί της αδέσμευτης σκέψης του  διοχετεύονται στα κείμενά του χωρίς κανένα απολύτως κόμπλεξ, και οι προσωπικές του εμπειρίες προκαλούν ανόθευτη συγκίνηση και περηφάνια: «Γεννήθηκε φτωχός από Λευκαδίτισσα μάνα και μεγάλωσε στην Άρτα… Δηλώνει πολίτης του κόσμου… Το επώνυμο «Βίκτωρ» είναι το πραγματικό και το επέλεξε ο ίδιος…»
Στα ποιητικά του πονήματα,  είναι εμφανής η επίδραση του Καβάφη και του Καρυωτάκη. Ωστόσο   δεν είναι ετερόφωτα, διατηρούν την αυταξία τους και οφείλουν τη δύναμή τους στην πλαστικότητα και τη δραματικότητα με την οποία γίνεται η  διαχείριση των λέξεων, των εικόνων, των εννοιών. Οφείλουν την Ομορφιά τους στο ότι ο Δημήτρης Βίκτωρ έχει την τόλμη  να σκέφτεται και συναισθηματικά, με την καρδιά του. Τα ποιήματά του, λοιπόν, είναι ψυχικές καταστάσεις, ατμόσφαιρες, και, παρόλο που  οι τροχιές τους μοιάζουν ανολοκλήρωτες και ασύμπτωτες σε ορισμένα σημεία, ενέχουν το θέλγητρο μιας αισθησκεπτόμενης γραφής, μιας γραφής  υπερβατικής  που ορίζεται ως η πηγαία γλώσσα που λέει την αλήθεια, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος.
Η γραφή του δεν έχει καμιά σχέση με τη σύγχρονη, ημιπαραληρηματική λαλιά της  αλλοτριωμένης καθημερινότητάς μας, αλλά  μια γραφή  που στηρίζεται στη διαχρονία της γλώσσας μας. Μ’ αυτή τη γλώσσα που άλλοτε είναι τρυφερή και  λυρική, άλλοτε σαρκαστική και σκληρή, πάντοτε επαναστατική και αντικομφορμιστική – σε καμία περίπτωση όμως δέσμια μιας πολιτικά χρωματισμένης οπτικής – ο Δημήτρης Βίκτωρ φτιάχνει ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι με το χρόνο και το «Είναι». Ο χρόνος και το «Είναι» παρουσιάζονται στα περισσότερα ποιήματά του σαν ένα αδιάκοπο συνεχές που παραλλάσσεται, μεταπίπτει και κορυφώνεται, δημιουργώντας ένα σχήμα που σπάνια βιώνεται από το άτομο ολόκληρο, παρά μονάχα σε στιγμές αιφνίδιας έκλαμψης: Το αεί διαφεύγον νόημά του είναι εκείνο που επιχειρεί ν’ αποτυπώσει ο ποιητής, αναζητώντας την ενσαρκωμένη Λέξη που θα του επιτρέψει να αναδυθεί, έστω και φευγαλέα στο δραματικά αυτό παρόν του περιβάλλοντός μας, που κάποτε ούτε καν το προσέχουμε αλλά η ύπαρξή του δίνει το βάθος στα πράγματα και την υπόσταση στις μορφές.  
Τον Δημήτρη Βίκτωρ δεν τον γνωρίζω από κοντά. Απ’ την ποιητική του συλλογή μου έδωσε την εντύπωση ότι είναι ένας δύσκολος άνθρωπος, με την έννοια ότι προσεγγίζει τη ζωή όχι από τη συνηθισμένη, αλλά από την πιο δύσκολη και ενδιαφέρουσα   πλευρά της. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, επομένως δε μπορώ να γνωρίζω πόσο είναι επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Το εγχείρημά του, πάντως,  έχει ένα βαθύ υπαρξιακό χαρακτήρα. Στην εποχή της επιστημονικής αλήθειας, κοιτάζει κάτω από τον κόσμο των φαινομένων, αναζητώντας το δισυπόστατο των πραγμάτων που τους δίνει ομορφιά, χάρη και φιλοσοφική διάσταση. Στην εποχή της φλυαρίας και της σπουδαιοφάνειας, καλλιεργεί μια γραφή λακωνική και υπαινικτική, που ξεκινάει από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερβαίνει το ατομικό, για να συνδυάσει  το στοχασμό και το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση, τη γνησιότητα με την ποιότητα.  Ο Δημήτρης Βίκτωρ σε μένα, τουλάχιστον,  καλλιέργησε τη βεβαιότητα ότι δε θέλει κοινό αλλά συμμέτοχους αναγνώστες. Κι ότι δεν τον ενδιαφέρει η δημοσιότητα αλλά η επικοινωνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αν και συνδέεται επαγγελματικά με την Εικόνα από μικρό παιδί, επέλεξε  να μιλήσει για το «Είναι» του με το κοπίδι της γραφής και του Λόγου.

ΠΗΓΗ http://citizenvictor.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου