«Δεν υπάρχει θάνατος σε τίποτε, παρά μόνο στην εμφάνιση. Αυτό που περνά από την ουσία στην παρουσία λέμε ότι γεννιέται και αυτό που περνά από την παρουσία στην ουσία λέμε ότι πεθαίνει. Τίποτε στην πραγματικότητα δεν δημιουργείται και τίποτα δεν χάνεται, αλλά μόνο τώρα εμφανίζεται και τώρα εξαφανίζεται…»
Απολλώνιος Τυανέας, 1ος αιώνας μ.Χ.
Ο άνθρωπος ως νοήμον ον γνωρίζει ότι μια μέρα θα φύγει από αυτόν τον κόσμο. Είναι το μόνο που γνωρίζει με απόλυτη σιγουριά και το μόνο που δεν θέλει να παραδεχθεί. Αυτή η εσωτερική αντίφαση που η ίδια η φύση του έχει επιβάλει, τον έκανε, και τον κάνει, να αντιμετωπίζει τον θάνατο, να τολμά να τον γνωρίσει και γιατί όχι σε κάποιες περιπτώσεις να τον εκμηδενίσει, να τον ξεπεράσει.
Η αρχαία ελληνική παράδοση είναι γεμάτη από διδασκαλίες, που αφορούν στην αθανασία της ψυχής και την επανενσάρκωση της, δηλαδή την επιστροφή της μέσα σε ένα νέο σώμα, σε μια νέα ζωή. Όλες αυτές οι διδασκαλίες, άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο, έχουν έρθει μέχρι σήμερα κωδικοποιημένες και ασαφείς, γεμάτες σκιές και κενά που έχει αφήσει πάνω τους ο παράγοντας χρόνος.
Αρχίζοντας από τον Κυκλαδικό πολιτισμό 3.000 χρόνια πριν, και προχωρώντας στο Μινωικό και Μυκηναϊκό, διαφαίνεται ξεκάθαρα, κυρίως μέσα από τις ταφικές συνήθειες, η πίστη ότι υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων όπως και ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.
Αργότερα οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς σχολιάζουν στα γραπτά τους την πίστη στην αθανασία της ψυχής, στη μετενσάρκωση και στον νόμο της δράσης και της αντίδρασης (Κάρμα), που ήταν και οι θεμελιώδεις ιδεολογικοί λίθοι των μυστηρίων και η καρδιά του πολιτισμού στην αρχαία Ελλάδα. Σε όλα τα μυητικά κέντρα, ο υπό δοκιμασία μαθητής «μαθήτευε και δοκίμαζε τον εαυτό του», με σκοπό την εξασφάλιση της μεταθανάτιας ευδαιμονίας και κατά συνέπεια την απελευθέρωση της ψυχής του από τον κύκλο (τη φυλακή) των ενσαρκώσεων. Αυτή η πίστη σφραγίζεται από τη μυθολογία των δύο βασικών Ελλήνων ηρώων: του Ορφέα και του Ηρακλή. Δύο θνητών που κέρδισαν την αθανασία.
Ο Ορφέας και ο Ηρακλής γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έδρασαν δείχνοντάς μας τη δυνατότητα που έχει ο κάθε άνθρωπος να κερδίσει την αθανασία. Με την ανθρώπινη ιδιότητά τους έκαναν θαύματα και άθλους, κατέβηκαν στον κάτω κόσμο και ανυψώθηκαν ξανά στη γη νικηφόρα, πριν από ένα φρικτό θάνατο. Υψώθηκαν κατόπιν στον Ουρανό από τους θείους πατέρες τους και από εκεί ακτινοβολούν (διοχετεύουν) ευεργετικές επιδράσεις προς τον κόσμο όντας αθάνατοι.1
Η θεώρηση της συνεχόμενης επανενσάρκωσης της ψυχής βρίσκει σύμφωνο και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, ο οποίος τονίζει ότι οι ψυχές μετά τον θάνατο δεν χάνονται, αλλά επανέρχονται επάνω στη Γη με ένα νέο σώμα, με σκοπό να εμπλουτιστεί με πείρα από τις διαδοχικές ενσαρκώσεις, γιατί οι εμπειρίες και η εξέλιξη λαμβάνουν χώρα μόνο κατά τη διάρκεια του γήινου βίου της. Ο κύκλος των ενσαρκώσεων σταματά όταν η ψυχή φτάσει στο απόγειο της ανθρώπινης εξέλιξης, οπότε αυτή η αναγκαιότητα δεν υπάρχει πια. Με αυτήν τη θεώρηση εξηγεί τις τεράστιες διαφορές που παρουσιάζουν οι άνθρωποι στην ηθική και πνευματική τους ανάπτυξη, καθώς και τα έμφυτα ταλέντα, τις δεξιότητες και τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες όπως και τις εκ γενετής σωματικές, έως και νοητικές διαφορές.
Το γεγονός ότι η ψυχή δεν χάνεται και συλλέγει εμπειρίες μέσα από τις συνεχόμενες ενσαρκώσεις της, αποτελεί θεμελιώδες δόγμα και των αρχαίων μυστηρίων, των Ορφικών, των Πυθαγορείων, των Νεοπλατωνικών, των Γνωστικών και άλλων στην ελληνική επικράτεια..
Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Πυθαγόρας σε πολλούς από τους μαθητές του συχνά αναφερόταν στις προηγούμενές του ζωές με πολύ μεγάλη φυσικότητα. Πάνω σε αυτό ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας έλεγε για τον εαυτό του πως υπήρξε ο Αιθαλίδης και γιος του θεού Ερμή. Ως γιος του θεού Ερμή απέκτησε το προνόμιο ενός δώρου από τον θείο πατέρα του, το οποίο θα έπρεπε να ήταν οτιδήποτε άλλο έκτός από την αθανασία. Ο Αιθαλίδης ζήτησε τότε από τον θείο πατέρα του, τον Ερμή, να μπορεί να διατηρεί τη μνήμη όλων των εμπειριών του είτε ήταν ζωντανός είτε πεθαμένος. Έτσι και έγινε και από τότε ο Πυθαγόρας έλεγε ότι θυμάται όλες του τις ενσαρκώσεις με μεγάλη ακρίβεια και πολλές λεπτομέρειες.
Μαρτυρεί ότι αργότερα, κατά τον Τρωικό πόλεμο, έζησε ως Εύφορβος. Και το εντυπωσιακό είναι ότι ακόμη και τότε, ως Εύφορβος, έλεγε πως είχε ζήσει σαν Αιθαλίδης και ότι από τον Ερμή πήρε το δώρο της μνήμης.
Μετά ενσαρκώθηκε ως Ερμότιμος και μετά ως Πύρρος (ένας ψαράς από τη Δήλο). Η επόμενη ενσάρκωση του ήταν ως Πυθαγόρας.2
Ο Πλάτωνας επίσης αναφέρει ότι η ψυχή μας, για να μπορέσει να βρεθεί στον κόσμο των ιδεών, θα πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά που την κρατούν γερά στην ύλη και αυτά δεν είναι άλλα από τα φθαρτά στοιχεία μας, την προσωπικότητά μας. Αν απελευθερωθεί από αυτά τα θνητά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης πάντα μιας ηθικής ζωής, θα μπορέσει να αναμειχθεί με τη θεία καταγωγή της.
Αν δεν γίνει έτσι τότε με το σωματικό θάνατο οδηγείται από τον δαίμονά της (ο δαίμονας εδώ είναι ένα είδος φύλακα αγγέλου που μας ακολουθεί) σε ένα είδος δικαστηρίου, το οποίο έχει σκοπό να καθαρίσει την ψυχή από τα αμαρτήματα και από τις αναμνήσεις της ανθρώπινης ζωής που μόλις διήνυσε.
Μετά, αφού καθαρθεί και ξεκουραστεί, είναι υποχρεωμένη να ενσαρκωθεί ξανά και ξανά, εκτελώντας τις αμοιβές και τις τιμωρίες που της όρισε το δικαστήριο. Όλη αυτή η πορεία ορίζει μια εξέλιξη που τείνει είτε προς τον ουράνιο κόσμο, είτε προς το σκοτεινό γήινο κόσμο, αυτό όμως είναι κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά από τον άνθρωπο.
«Ο θάνατος κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο χωρισμός δύο πραγμάτων, που πριν ήταν ενωμένα, της ψυχής και του σώματος»
(Πλάτωνας Γοργίας 542Β)
Ο Πλούταρχος μας κληροδότησε μια παρόμοια τοποθέτηση μέσα από τη θεωρία του των δύο αληθειών:
Η Πρώτη αλήθεια λέει ότι ο αριθμός των ψυχών είναι αμετάβλητος και ότι η ψυχή υπήρχε πριν τη δημιουργία του φυσικού σώματος. Το δε φυσικό σώμα αποτελεί το προσωρινό της περίβλημα. Η ψυχή συνεχώς ταξιδεύει, πεθαίνει και ξαναγεννιέται με σκοπό να καταφέρει κάποια στιγμή την αθανασία και να κατοικήσει στο «νησί των μακάρων». Αυτή η πορεία για κάθε ψυχή είναι διαφορετική, γιατί η κάθε μία δημιουργεί διαφορετικές συνθήκες στην πορεία της προς την αθανασία.
Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα της φύσης, για να γίνει πιο κατανοητός:
«Όπως οι σταγόνες της βροχής, έτσι και οι ψυχές στην αρχή βρίσκονται ψηλά στον ουρανό, αλλά όταν πέφτουν στην γη δοκιμάζουν διάφορες τύχες. Κάποιες απορροφούνται από τη γη, καθαρίζονται και βγαίνουν από αυτή με τη μορφή του διαυγούς νερού της πηγής, φτάνουν μετά μέχρι τον ωκεανό και όταν πάνε στην κορυφή των κυμάτων, απορροφώνται από τον ήλιο και ξανά πάνε στον ουρανό. Άλλες συλλέγονται από τον άνθρωπο και μπαίνουν σε δοχεία, που φυλάγονται για αρκετό διάστημα και απελευθερώνονται με τον βρασμό. Και τελικά πάνε, όπως και να έχει, στην αρχική τους πατρίδα, τον ουρανό, για να ξαναρχίζουν μετά το οδυνηρό τους ταξίδι κ.λπ.».3
Η Δεύτερη αλήθεια του Πλούταρχου λέει ότι η ψυχή, όπως και οι σταγόνες της βροχής, οφείλει να εκτελέσει τον αναγκαστικό της περίπλου.
Από την τόσο πλούσια αρχαία ελληνική πραγματικότητα φαίνεται ο άνθρωπος να έχει δύο φύσεις, μια γήινη και μια θεία. Το σώμα του, τα πάθη του, ακόμη και οι σκέψεις του, χαρακτηρίζουν τη γήινη φύση του και το πνεύμα του, τα ιδεώδη του, η ψυχή του, τη θεία φύση του. Η εξέλιξη του ορίζεται από τη νίκη του πάνω στη γήινη φύση, που κρατά τη θεία φύση του δέσμια στην ύλη. Αυτό μπορεί να το πετύχει ακολουθώντας τον μυητικό δρόμο.
«…Υποστηρίζουν δηλαδή ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και άλλοτε φτάνει σε ένα τέλος, αυτό που ως γνωστό το λένε θάνατο, και άλλοτε αντίθετα γεννιέται, αλλά ουδέποτε αφανίζεται»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου